Posts Tagged ακριτικά τραγούδια

ακριτικά τραγούδια – Βασίλειος Διγενής Ακρίτας

Ο Βασίλειος Διγενής Ακρίτας είναι ο γνωστότερος από τους ήρωες των ακριτικών τραγουδιών. Σύμφωνα με τον μύθο ήταν ένας από τους Ακρίτες, τους φρουρούς των Βυζαντινών συνόρων και απέκτησε το προσωνύμιο Διγενής εξαιτίας της εθνικής καταγωγής του: η μητέρα του ήταν κόρη βυζαντινού στρατηγού και ο πατέρας του εμίρης από την Συρία. Όσα τραγούδια σώζονται για αυτόν μιλούν μονάχα για ορισμένα περιστατικά της ζωής του και κυρίως για την πάλη του με το χάρο.

Εδώ ακούγεται η Κρητική παραλλαγή του τραγουδιού από το Νίκο Ξυλούρη.

Ο Διγενής ψυχομαχεί
κι η γης τόνε τρομάζει
κι η πλάκα τον ανατριχιά
πως θα τόνε σκεπάσει
γιατί από ‘κειά που κοίτεται
λόγια ‘ντρειωμένου λέει:

Νάχεν η γης πατήματα
κι ο ουρανός κερκέλια*
να πάτουν τα πατήματα
να ‘πιανα τα κερκέλια
ν’ ανέβαινα στον ουρανό,
να διπλωθώ να κάτσω
να δώσω σείσμα τ’ ουρανού.

Είναι από το δίσκο Ριζίτικα του Γιάννη Μαρκόπουλου. Με τα «Ριζίτικα» που κυκλοφόρησαν τον Σεπτέμβριο του 1971 έγινε γνωστός σε όλη την Ελλάδα ένας από τους μεγαλύτερους τραγουδιστές που έβγαλε ποτέ αυτός ο τόπος: ο  Νίκος Ξυλούρης, τον οποίο μέχρι τότε γνώριζε μόνον η Κρήτη ή εκείνοι που άκουγαν τέτοιου είδους τραγούδια.

ΚΕΡΚΕΛΙΑ

Χαρακτηριστική ονομασία της χειρολαβής της πόρτας στην Κρήτη (κρίκος, κρικέλι, κερκέλι).

κερκέλια

Είναι σφυρήλατο αρχιτεκτονικό εξάρτημα με έντονα τοπικές μορφολογικές ιδιαιτερότητες.
Συναντάται στις εξώπορτες, τόσο στην ύπαιθρο χώρα όσο και στις πόλεις. Συνήθως υπάρχουν δύο όμοια, ένα σε κάθε φύλλο της πόρτας .

Αποτελείται από τον κρίκο, τη διακοσμητική ροζέτα και τη ρίζα του κερκελιού. Ο κρίκος κατασκευάζεται από τετράγωνης διατομής σιδερόβεργα και φέρει διάκοσμο στις δύο συνεχόμενες πλευρές εκατέρωθεν της ακμής που αποτελεί την όψη του.

πηγή: Μουσείο Κρητικής Εθνολογίας

, , ,

9 Σχόλια

οι ακρίτες και τα ακριτικά τραγούδια [του μικρού Βλαχόπουλου]

Τα ακριτικά τραγούδια διηγούνται τις περιπέτειες, τους ηρωισμούς και τα κατορθώματα των Ακριτών.
Ακρίτες λέγονταν στα Βυζαντινά χρόνια αυτοί που φρουρούσαν τα σύνορα, τις άκρες.

ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΥ

Ο Κωνσταντίνος ο μικρός κι ο Αλέξης ο αντρειωμένος
και το μικρό Βλαχόπουλο, ο καστροπολεμίτης,
αντάμα τρών και πίνουνε γλυκοκουβεντιάζουν,
κι αντάμα έχουν τους μαύρους των στον πλάτανο δεμένους.
Του Κώστα τρώει τα σίδερα, τ’ Αλέξη τα λιθάρια,
και του μικρού Βλαχόπουλου τα δέντρα ξεριζώνει.
Κι εκεί που τρώγαν και έπιναν και που χαρακοπούσαν,
πουλάκι πήγε κι έκατσε δεξιά μεριά στην τάβλα.
Δεν κελαϊδούσε σαν πουλί, δεν έλεε σαν αηδόνι,
μόν’ ελαλούσε κι έλεγεν ανθρωπινή κουβέντα.

— Εσείς τρώτε και πίνετε και λιανοτραγουδάτε,
και πίσω σας κουρσεύουνε Σαρακηνοί κουρσάροι.
Πήραν τ’ Αλέξη τα παιδιά, του Κώστα τη γυναίκα,
και του μικρού Βλαχόπουλου την αρραβωνιασμένη.
Ώστε να στρώσει ο Κωνσταντής και να σελλώσει ο Αλέξης,
εβρέθη το Βλαχόπουλο στο μαύρο καβαλάρης.
— Για σύρε σύ Βλαχόπουλο στη βίγλα να βιγλίσεις
αν είν’ πενήντα κι εκατό χύσου μακέλεψέ τους,
κι αν είναι περισσότεροι, γύρισε μίλησέ μας.
Πηγαίνει το Βλαχόπουλο στη βίγλα να βιγλίσει.
Βλέπει Τουρκιά Σαρακηνούς κι Αράπηδες κουρσάρους,
οι κάμποι πρασινίζανε, τα πλάγια κοκκινίζαν
άρχισε να τους διαμετράει, διαμετρημούς δεν είχαν.
Να πάει πίσω ντρέπεται, να πάει εμπρός φοβάται.

Σκύβει φιλεί το μαύρο του, στέκει και τον ρωτάει:
–Δύνεσαι, μαύρε μ’, δύνεσαι στο γαίμα για να πλέξεις;
— Δύναμ’ αφέντη, δύνομαι στο γαίμα για να πλέξω,
κι όσους θα όψει το σπαθί τόσους θενά πατήσω.
Μόν’ δέσε το κεφάλι σου μ’ ένα χρυσό μαντήλι,
μην τύχει λάκκος και ριχτώ και πέσεις απ’ τη ζάλη.

— Σαΐτες μ’ αλεξανδρινές, καμιά να μη λυγίσει,
και σύ σπαθί μουντιμισκί, να μην αποστομώσεις.
Βόηθα μ’ ευχή της μάνας μου και του γονιού μου βλόγια,
ευχή του πρώτου μ’ τ’ αδερφού, ευχή και του στερνού μου.
Μαύρε μ’ άϊντε να μπούμε, κι όπ’ ο Θεός τα βγάλει!
Στα έμπα του μπήκε σαν αιτός, στα ξέβγα σαν πετρίτης
στα έμπα τ’ χίλιους έκοψε, στα ξέβγα δυό χιλιάδες,
και στο καλό το γύρισμα κανένα δεν αφήνει.
Πήρε τ’ Αλέξη τα παιδιά, του Κώστα τη γυναίκα,
και το μικρό Βλαχόπουλο την αρραβωνιασμένη.
Προσγονατίζει ο μαύρος του και πίσω τους πηγαίνει.
Στο δρόμο όπού πάγαινε σέρνει φωνή περίσσια.
–Πού είσ’ αδερφέ μου Κωνσταντή κι Αλέξη αντρειωμένε;
Αν είστε ομπρός μου φύγετε και πίσω μου κρυφτείτε,
τί θόλωσαν τα μάτια μου, μπροστά μου δεν σας βλέπω,
και το σπαθί μου εράγισε, κόβοντας τα κεφάλια,
κι ο μαύρος λιγοκάρδισε πατώντας τα κουφάρια.

, ,

1 σχόλιο